- κανόνικος
- Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται στους κανόνες που ρυθμίζουν τα εκκλησιαστικά θέματα.
κανονικές συνθήκες (Φυσ.). Οι φυσικές συνθήκες που καθορίζονται από πίεση p = 760 mm στήλης Hg (κανονική ατμόσφαιρα) και θερμοκρασία θ = 0°C (273,15°Κ). Στις συνθήκες αυτές ο μοριακός όγκος V0 ενός ιδανικού αερίου είναι
V0 = 2,24136·10-2 m3 /mol. Η πίεση Ρ και η θερμοκρασία θ καθορίστηκαν για να ανάγονται σε αυτές τα πειραματικά εξαγόμενα, έτσι ώστε η σύγκρισή τους να γίνεται πάντοτε κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
κανονικό σημείο βρασμού του νερού. Η θερμοκρασία ισορροπίας ανάμεσα στην υγρή και στην αέρια φάση του νερού σε κανονική πίεση (760 mm Hg). Παλαιότερα, το κ. σημείο βρασμού οριζόταν ως το άνω σταθερό σημείο της εκατονταβάθμιας θερμομετρικής κλίμακας του Κελσίου. Η θερμοδυναμική θερμοκρασία βασίζεται σήμερα στο τριπλό σημείο του νερού και η τιμή της, η οποία έχει επιλεγεί έτσι ώστε το κ. σημείο βρασμού να είναι ίσο με 100°C μέσα στα όρια των πειραματικών μετρήσεων, ισούται με 273,16°Κ σε πίεση 611,2 Pa.
* * *κανόνικος και κανόνεγος και κανόνικας, ὁ (Μ)ιερωμένος, κληρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. canonicus < αρχ. ελλ. κανονικός].
Dictionary of Greek. 2013.